- πειρωμένοις
- πειράωattempt: pres part mp masc /neut dat plπειράζωmake proof: fut part mid masc /neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πειρωμένοις — πειράω attempt pres part mp masc/neut dat pl πειράζω make proof fut part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιασημαίνομαι — Μ δηλώνω κάτι εκ τών προτέρων («ἀρκοῡντα προδιασημηνάμενος τοῑς πειρωμένοις παίζειν ἐν οὐ παικτοῑς», Ακτουάρ. Ιωάνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασημαίνω «δηλώνω, φανερώνω κάτι με σήματα»] … Dictionary of Greek